παρατεινόμενος

παρατεινόμενος
παρατείνω
stretch out along
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαρκής — ές (AM διαρκής, ές) 1. αδιάκοπος, συνεχής, αδιάλειπτος 2. παρατεινόμενος για αρκετό χρόνο 3. σταθερός, μόνιμος αρχ. επαρκής, αρκετός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”